- μεγαλόβρομος
- μεγαλόβρομος, -ον (Α)αυτός που κάνει πολύ θόρυβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -βρόμος (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. υψηλό-βρομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλόβρομον — μεγαλόβρομος loud roaring masc/fem acc sg μεγαλόβρομος loud roaring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek